-
1 πρίν
πρίν, Adv. and Conj.,A before, until.[πρῐν 19
times in Hom., Il.2.344, al.; πρῑν in Il.6.81, 13.172, al.; once written [full] πρείν, Leg.Gort.7.40, but [full] πρίν IG12.60.11, 94.9, 114.46, etc.; Trag. and Com. always πρῐν ( πρίν γ' must be read in Ar.Ach. 176).]A Adv. of Time, before, either in the sense of sooner or in that of formerly, erst (implying duration up to a certain time):I of future time, with [tense] fut. Indic.,πρίν μιν καὶ γῆρας ἔπεισιν Il.1.29
, cf. 18.283, Od.2.198, etc.: with Subj. = [tense] fut.,πρὶν καὶ κακὸν ἄλλο πάθῃσθα Il.24.551
: with Opt. and κεν, πρίν κεν ἀνιηθεὶς σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκοιο Od.3.117
, cf. 11.330, 14.155, Ar. Pax 1076, 1112: with Opt., Il. 24.800: with Imper., 9.250: with Inf. (expressing a wish), 2.413, (expressing an oath) Od.4.254.II of past time,1 formerly, once,πρὶν μέν μοι ὑπέσχετο.., νῦν δὲ.. Il.2.112
, v.l. in 9.19, cf. 23.827;πρὶν μὲν πόσιν ἐσθλὸν ἀπώλεσα Od.4.724
, cf. 3.408.2 formerly (up to a certain point), before, in this sense freq. with Art.,τὸ πρίν γ' ἐκέκαστο Il.5.54
;τὸ πρίν γε.., νῦν δὲ.. 13.105
;νῦν δὲ.. τὸ πρίν γε 16.208
, cf. A.Pr. 443, Hdt.1.129: without Art.,τὰς ἐπιστήμας ἅς ποτε καὶ π. εἴχομεν Pl.Phd. 75e
: with ellipsis of part. γενόμενος, τὰ π. πελώρια (sc. γενόμενα ) the giants of old, A.Pr. 151 (lyr.); τοῦ π. Αἰγέως Aegeus gone before, S.OC69;ἐν τῷ π. χρόνῳ Id.Ph. 1224
;ἐν τοῖς π. λόγοις Th.2.62
: with part. expressed,τὸ π. γενόμενον τέρας Hdt.8.37
;τοὺς πρὶν φυλαττομένους Pl.R. 547c
, etc.3 hitherto,π. μέν.. B.12.114
; until that time, and so meanwhile, Id.15.13.4 sts. folld. by gen.,π. ὥρας Pi.P.4.43
;π. ἀνηκέστου πάθους J.BJ1.6.1
;π. γενέσεως Thd.Su.42
;π. τῆς συνόδου S.E.M.9.371
;π. φάους Arr.An. 3.18.6
; π. τοῦ βλέψαι, π. τοῦ ἀποθανεῖν, S.E.P.7.162, v.l. in LXX To. 14.15; also πρὶν οὗ c. inf., SIG953.16 (Calymna, ii B.C.); c. indic., Test. ap. D.46.21.B Conj. before, ere: freq. following an antecedent clause with adverbial π. (chiefly in [dialect] Ep.), or its equivalents πρότερον, πρόσθεν, πάρος (poet.), esp. with negat.,οὐδὲ π..., π... Il.1.98
,7.481, Od.19.475;μὴ π..., π... Il.2.355
, E.HF 605;π..., π... Il.2.348
, 8.453, Od.19.586;οὐ πρότερον.., π... Ar.Ec. 620
, And.4.17, D.9.61;μὴ πρότερον.. π... S.Ph. 199
(anap.), Pl.Phd. 62c, Aeschin.1.10;πρότερον.., π... And.4.1
, X.Cyr.5.2.9;οὐ πρόσθεν.., π... Od. 17.9
, X.Cyr.1.4.23;μὴ πρόσθεν.., π... Id.An.1.1.10
;πρόσθε., π. τυχεῖν Pi.P.2.92
;οὐ πάρος.., π... Od.2.128
, Il.5.219; preceded by φθάνω, 16.322, Antipho 1.29, Th.4.79, 104, 6.97, 8.12, X.An.4.1.21, Cyr.2.4.25; sts. folld. byἤ, οὐ.. πρίν γ' ἀποπαύσεσθαι πρίν γ' ἢ ἕτερόν γε πεσόντα αἵματος ἆσαι Ἄρηα Il.5.288
, cf. 22.266, Hdt.1.136, 165, al.; dub. and perh. always corrupt in [dialect] Att. and X., Th.5.61, Lys.6.11, Isoc.4.19 (v.l.), Lycurg.128, Aeschin.2.132 (v.l.), X.Cyr.1.4.23, An. 4.5.1, but freq. in later Greek, LXX Ge.29.26, etc.I c. inf., the prevailing constr. in Hom., after positive and negative clauses alike: in [dialect] Att. mostly after positive clauses, and always used with them when the action does not or is not to take place: the tense is,I regularly [tense] aor.,a after a positive clause,ναῖε δὲ Πήδαιον, πρὶν ἐλθεῖν υἷας Ἀχαιῶν Il.13.172
, cf. 8.453, 16.322, Od.1.210;Ζεὺς ὀλέσειε βίην, πρὶν ἥβης μέτρον ἱκέσθαι 4.668
, cf. Il.6.465, 24.245, Pi.P.2.92.3.9, N.8.19, Hdt.6.119, A.Pers. 712, Ag. 1539 (anap.). S.Ant. 120 (lyr.), Tr. 396, E.Alc. 281, Ar.Eq. 258, al., Antipho 5.67, Th.1.125, X.An.4.1.7, Pl.Prt. 350b, al.; after negat. questions which expect a posit. answer, E.Andr. 1069, Ion 524, Rh. 684, Ar.Ra. 481, etc.b after a negat. clause,οὐδ' ὅ γε πρὶν Δαναοῖσιν ἀεικέα λοιγὸν ἀπώσει, πρίν γ' ἀπὸ πατρὶ φίλῳ δόμεναι ἑλικώπιδα κούρην Il.1.98
, cf. 19.423, Od.2.128, 4.747 : after Hom. a negat. antecedent is commonly folld. by πρίν with finite Verb (v. infr. 11); but Inf. is found where π. precedes,π. ἰδεῖν δ', οὐδεὶς μάντις S.Aj. 1419
(anap.);π. μὲν γὰρ κριθῆναι, οὐ ῥᾴδιον ἦν εἰδέναι τὰς αἰτίας And.4.8
;π. νικῆσαι.., οὐκ ἦν.. Lys.19.28
;π. δὲ ταῦτα πρᾶξαι, μὴ σκοπεῖτε D.3.12
, cf. Lycurg. 135; also,οὔτε.. π. ἱδρῶσαι δεῖπνον ᾑρεῖτο X.Cyr.8.1.38
; also after Verbs of fearing (the positive being the thing dreaded),ὅταν.. δεδίωσι μὴ πρότερόν τι μάθῃς, π. τέλος ἐπιθεῖναι τοῖς πραττομένοις Isoc.5.70
, cf. E.Fr.453.6, S.Tr. 632; in unfulfilled conditions and wishes,οὔθ' ὁ Πλούτωνος κύων οὔθ' οὑπὶ κώπῃ ψυχοπομπὸς ἂν Χάρων ἔσχον π. εἰς φῶς σὸν καταστῆσαι βίον E.Alc. 362
, cf. Rh.61; otherwise not common,ὤφθην οὐδεπώποτε π. ταύτην τὴν συμφορὰν γενέσθαι Lys.19.55
;οὐδὲ παύσεται χόλου.., π. κατασκῆψαί τινα E.Med.94
, cf. HF 605;καί μοι μὴ θορυβήσῃ μηδεὶς π. ἀκοῦσαι D.5.15
, cf. X.Oec.4.24: after neg. opt. with ἄν, οὕτω γένοιτ' ἂν οὐδ' ἂν ἔκβασις στρατοῦ καλή, π. ὅρμῳ ναῦν θρασυνθῆναι a.Supp.772, cf. Pl.Lg. 769e: after a past tense (in orat. obliq.),ὤμοσαν μὴ π. ἐς Φώκαιαν ἥξειν, π. ἢ τὸν μύδρον τοῦτον ἀναφανῆναι Hdt.1.165
, cf. 4.9, Th. 7.50, X.HG6.5.23, Pl.Phd. 61a.2 also [tense] pres., to convey a special sense of continuance, effort, or the like , 'before undertaking to', 'before proceeding to',π. ἐξοπλίζειν Ἄρη A.Supp. 702
(lyr.), cf. Ag. 1067;π. νυν τὰ πλείον' ἱστορεῖν.., ἔξελθε S.OC36
, cf. El.20;π. κλαίειν τινά E.Andr. 577
, cf. Or. 1095;π. λέγειν Ar.Th. 380
, cf. Ach. 383, Hdt. 8.3, And.4.1, Th.3.24, Pl.Lg. 666a, X.Cyr.2.4.25, Mem.1.2.40, etc.3 also [tense] perf., after a [tense] fut.,π. τόδ' ἐξηντληκέναι E.Med.79
; after [tense] pres. or [tense] impf., Id.El. 1069, cf. Hdt.3.25;π..., τί μέλλετ'.. ; E.Ph. 1145
;π. καὶ τεθύσθαι Ar.Av. 1034
, cf. V. 1156, Pax 375, Lys. 322 (lyr.), Ra. 1185, X. An.4.1.21, Pl.Tht. 164c, Prt. 320a, etc.; with ἥκειν in [tense] pf. sense, Hdt.6.116;οὐ βουλόμενος διαγωνίσασθαι π. οἱ τοὺς βοηθοὺς ἥκειν Th.5.10
.II with a finite Verb:1 with Ind., chiefly [tense] aor.: not in Hom. (first in h.Ap. 357), who uses Ind. only with πρίν γ' ὅτε, πρίν γ' ὅτε δή, after both posit. and neg. clauses,ἠλώμην.., πρίν γ' ὅτε.. ἤγαγες Od.13.322
;πρίν γ' ὅτε δή με.. κάλεσσεν 23.43
, cf. Il.12.437;οὐδέ κεν ἡμέας ἄλλο διέκρινεν.., πρίν γ' ὅτε δὴ θανάτοιο.. νέφος ἀμφεκάλυψεν Od.4.180
: rarely with [tense] impf., οὐδ' ὧς τοῦ θυμὸν.. ἔπειθον, πρίν γ' ὅτε δὴ θάλαμος πύκ' ἐβάλλετο ( began to be hit) Il.9.588: freq. after Hom., with [tense] aor.,a after neg. clauses: of a fact in the past,οὐκ ἦν ἀλέξημ' οὐδὲν.., πρίν γ' ἐγώ σφισιν ἔδειξα A.Pr. 481
;οὐ πρότερον ἀπανέστη.. Μαρδόνιος, πρὶν ἤ σφεας ὑποχειρίους ἐποιήσατο Hdt.6.45
; ἀλλ' οὐδ' ὣς.. ἠξίωσαν νεώτερόν τι ποιεῖν ἐς αὐτο'ν.., πρίν γε δὴ αὐτοῖς.. μηνυτὴς γίγνεται (histor. [tense] pres. = [tense] aor.) Th.1.132, cf. 3.101, 5.61, Hdt.6.79, Ar.Av. 700, X.Cyr.1.4.23,4.5.13 (histor. [tense] pres.), HG5.4.58, etc.; once in Pl., Phdr. 266a; as part of an unfulfilled condition,οὐκ ἂν κατέσχε δῆμον οὐδ' ἐπαύσατο π. ἀνταράξας πῖαρ ἐξεῖλεν γάλα Sol.
ap. Arist.Ath.12.5;οὐκ ἂν ἐσκεψάμεθα πρότερον.., πρὶν ἐζητήσαμεν Pl.Men. 86d
, cf. Tht. 165e;χρῆν τοίνυν Αεπτίνην μὴ πρότερον τιθέναι τὸν ἑαυτοῦ νόμον, πρὶν τοῦτον ἔλυσε γραψάμενος D.20.96
; after verbs implying a neg.,ἀμφιγνοεῖν X.An.2.5.33
,θαυμάζειν Th.1.51
,λανθάνειν Id.3.29
; also with [tense] impf.,οὔπω ᾔδει.. π. ἐν τῷ κακῷ ἦν Antipho 1.19
, cf. And.4.17, D.9.61.b after posit. clauses (both combined, A.Pr. 481, Th.1.118), with the sense until,ἠγόμην δ' ἀνὴρ ἀστῶν μέγιστος.., πρίν μοι τύχη τοιάδ' ἐπέστη S.OT 776
; σπουδαὶ δὲ λόγων ἦσαν ἴσαι πως, πρὶν.. πείθει (histor. [tense] pres.) E. Hec. 131 (anap.);πρίν γ' ὁρᾷ Id.Med. 1173
; freq. folld. byδή, π. δή τις ἐφθέγξατο Id.Andr. 1147
; τὰ περὶ τοὺς ἀγῶνας κατελύθη (neg. idea)ὑπὸ ξυμφορῶν, πρὶν δὴ οἱ Ἀθηναῖοι τότε τὸν ἀγῶνα ἐποίησαν Th.3.104
, cf.7.39 (histor. [tense] pres.), 71.2 with Subj. only after negs. or equiv. of neg., = ἕως or ἢν μή (in Isoc.4.173 ἢν μή and πρὶν ἄν are used almost as synonyms);οὐ καταδυσόμεθ', ἀχνύμενοί περ.., πρὶν μόρσιμον ἦμαρ ἐπέλθῃ Od.10.175
;μή πω καταδύσεο.., πρίν γ' ἐμὲ.. ἴδηαι Il.18.135
, cf. 190, 24.781;ἀλλ' ὄμοσον μὴ μητρὶ φίλῃ τάδε μυθήσασθαι, πρίν γ' ὅτ' ἂν ἑνδεκάτη τε δυωδεκάτη τε γένηται Od.2.374
, cf. 4.477: in Prose usu. πρὶν ἄν (πρίν κα Berl.Sitzb.1927.161
([place name] Cyrene)), rarely π. alone, as also πρὶν ἤ:a generally with [tense] aor., to express an action preceding the action of the anteced. clause, the Verb in which is [tense] fut. (or some equiv. of the [tense] fut.) or imper.,οὐ γαμέεται παρθένος οὐδεμία, πρὶν ἂν τῶν πολεμίων ἄνδρα ἀποκτείνῃ Hdt.4.117
, cf. 1.82 (v.l.), 3.109 (v.l.); νῦν δ' οὐδέν ἐστι τέρμα μοι προκείμενον μόχθων (the sense here is [tense] fut.), , cf. 166 (lyr.), 177 (anap.);οὐ γάρ ποτ' ἔξει τῆσδε τῆς χώρας, πρὶν ἂν.. στήσῃς ἄγων S.OC 909
, cf. 48, 1041, OT 1529, etc.;οὐκ ἂν ἐκμάθοις.., πρὶν ἂν θάνῃ τις Id.Tr.2
;οὐκ ἄπειμι πρὸς δόμους πάλιν, πρὶν ἄν σε.. ἔξω βάλω E.Med. 276
, cf. 680, Alc. 1145, IA 324, IT19, 1302;μὴ προκαταγίγνωσκε.., π. ἄν γ' ἀκούσῃς ἀμφοτέρων Ar.V. 920
, cf. Ach. 176, 230, X.Hier.6.13, Cyr.1.2.8, An.1. 1.10, 5.7.12, Pl.Phdr. 228c, La. 187e (ἂν added in later codd.), etc.;μηδέν' ὀλβίζειν π. ἀ'ν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ S.OT 1529
(troch.);οὐχὶ μὴ παύσησθε, π. ἄν.. ὑμᾶς τις ἐκτραχηλίσῃ Ar.Lys. 704
: π. withoutἄν, μὴ στέναζε, π. μάθῃς S.Ph. 917
, cf. Ant. 619 (lyr.), Aj. 742, 965, Tr. 608, 946;οὐκ ἔστιν ὅστις αὐτὸν ἐξαιρήσεται.., π. γυναῖκ' ἐμοὶ μεθῇ E.Alc. 849
, cf. Or. 1218, 1357 (lyr.);π. χαρίσωνται Ar.Ec. 629
(s.v.l.);οὐ γὰρ δή σφεας ἀπίει τῆς ἀποικίης, πρὶν δὴ ἀπίκωνται Hdt.4.157
;π. διαγνῶσι Th.6.29
; π... βεβαιωσώμεθα ib.10 (dub.l.);πρὶν ἀνάγκην τινὰ θεὸς ἐπιπέμψῃ Pl.Phd. 62c
codd.;π. ἐξετάσωσιν Hyp.Eux.4
: πρὶν ἤ (never with ἄν), π. ἢ ἀνορθώσωσι Hdt.1.19
, cf. 136, Pl.Ti. 57b, etc.: with neg. implied,ὁ δὲ ἀδικέει ἀναπειθόμενος π. ἢ ἀτρεκέως ἐκμάθῃ Hdt.7.10
.ή; αἰσχρὸν ἡγοῦμαι πρότερον παύσασθαι, π. ἂν.. ψηφίσησθε Lys. 22.4
;ὅστις οὖν οἴεται τοὺς ἄλλους πράξειν τι.., π. ἂν.. διαλλάξῃ, λίαν ἁπλῶς ἔχει Isoc.4.16
(where ὅστις οὖν οἴεται = οὐ δεῖ οὔεσθαι, as is shown by ἀλλὰ δεῖ in the next sentence, cf. D.38.24).b less freq. (never in Hom.) with [tense] pres. subj.: μήπω π. ἂν τῶν ἡμετέρων ἀΐῃς (the Verb has no [tense] aor.) (anap.);ὁ νομοθέτης τὰ διδασκαλεῖα ἀνοίγειν ἀπαγορεύει μὴ πρότερον π. ἂν ὁ ἥλιος ἀνίσχῃ Aeschin.1.10
, cf. Antipho 1.29, X.Cyr.2.2.8, Pl.Phdr. 271c.3 πρίν with Opt.:a representing subj. after histor. tenses,οὐκ ἔθελεν φεύγειν π. πειρήσαιτ' Ἀχιλῆος Il.21.580
; πρίν γ' ὅτε, as with subj., 9.488;ἔδοξέ μοι μὴ σῖγα π. φράσαιμί σοι τὸν πλοῦν ποεῖσθαι S. Ph. 551
, cf. Th.3.22, X.Cyr.1.4.14, HG6.5.19 (cf. 2.4.18), An.1.2.2, Pl.Ap. 36c, etc.b by assimilation,ὄλοιο μήπω π. μάθοιμι S.Ph. 961
, cf. Tr. 657 (lyr.); οὐδὲ γὰρ εἰδείης (potential opt.)..π. πειρηθείης Thgn.126
; after opt. withἄν, οὐκ ἂν πρότερον ὁρμήσειε π. βεβαιώσαιτο Pl.Lg. 799d
, cf. S.OT 505 (lyr.).4 π. ἄν c. opt. is doubtful, and (if not corrupt) due to the change required by orat. obl.,ἀπαγορευόντων τῶν φίλων τῶν ἐμῶν μὴ ἀποκτείνειν τὸν ἄνδρα, πρὶν ἄν ἐγὼ ἔλθοιμι Antipho 5.34
(s.v.l.), cf. X.HG2.3.48, 2.4.18. -
2 παραδέχομαι
A :— receive from another,σῆμα Il.6.178
; [Γαῖα] σταγόνας παραδεξαμένη τίκτει θνητούς E.Fr.839.4
(anap.);τὰ φερόμενα γράμματα X.Cyr.8.6.17
, etc.; of children, receive by inheritance,σοφώτατα νοήματα Pi.O.7.72
;τὴν ἀρχήν Hdt.1.102
; π. τὸν πόλεμον παρὰ τοῦ πατρός ib.18; but μάχην π. take up and continue the battle, Id.9.40; receive by way of rumour or tradition,π. φήμην Pl.Lg. 713c
;ἀκοήν τινος Id.Ti. 23d
; of magistrates or others, receive articles entered in an inventory, etc., IG12.91.21, al., PHib.1.32.4 (iii B. C.), etc.; of pupils, receive lessons from a master,τοὺς μετὰ πόνου.. παραδεχομένους Plu.Cat.Mi.1
.2 c. inf., π. τινὶ πράττειν τι take upon oneself or engage to another to do a thing, D.58.38.3 admit,εἰς τὴν πόλιν Pl.R. 394d
, 399d, 605b; εἰς [τὴν οἰκίαν] D.40.2;εἰς τοὺς ἀγῶνας Aeschin.1.178
; admit to citizenship,τῶν περιοίκων τινάς Arist.Pol. 1303a7
; admit as a pupil, Pl.Euthd. 304b; π. τὸ ἔθνος admit to friendly relations, Plb.38.9.8.4 admit, allow,τὴν ἀπαγωγήν Lys.13.86
, cf. Pl.Tht. 155c, Lg. 935d;π. σκῆψιν Hyp. Eux.7
; π. τὸν λόγον accept the definition, Pl.Chrm. 162e, cf. Arist. Cat. 4a28; recognize as correct, agree to,συντίμησιν BGU1119.54
(i B. C.);τὸ δαπανηθέν PFay.125.10
(ii A. D.).II in later writers the [tense] aor. παρεδέχθην takes also a pass. sense, Luc.VH2.21, Gloss.; to be admitted,POxy.
477.24 (ii A. D.); also, to be credited as a set-off, BGU831.15 (iii A. D.): so [tense] fut.- δεχθήσομαι PAmh.2.86.13
(i A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραδέχομαι
-
3 προτίθημι
Aπροτιθεῖ Hdt.1.133
, [ per.] 3pl.προτιθεῖσι Id.7.197
), [tense] fut.- θήσω Th.3.67
: [tense] aor.προὔθηκα Il.24.409
, etc. (for προθέουσι v. προθέω (B)):—[voice] Med. (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] aor. 1 , Pl.Phd. 90b, etc.; but [tense] pres. and [tense] impf. [voice] Pass. are usu. supplied by πρόκειμαι:—set before, set out, esp. of meals, τραπέζας νίζον καὶ πρότιθεν ([dialect] Ep. for προὐτίθεσαν) Od.1.112; ;τούτοισι προθεῖναι δαῖτα Hdt.1.207
, cf. S.Aj. 1294, Ant. 775, Ph. 274, etc.;ξείνια στρατῷ Hdt.7.29
:—[voice] Med., set before oneself, have set before one,δαῖτα Id.1.133
, 4.26;κλίνας καὶ τραπέζας Plu.2.99e
; also προτίθεσθαί τισι ἄριστον cause it to be set before them, Chionid.7.b π. τινὰ κυσίν throw him to the dogs, Il.24.409; τινὰ θηρσὶν ἁρπαγὴν π. E. El. 896.2 expose a child, Hdt.1.112;π. τινὰ ἔρημον S.Ph. 268
:—[voice] Pass.,ὁ θανάτῳ προτεθείς E.Ph. 803
(lyr.).3 set up, institute, propose, esp. of contests,ἅμιλλαν λόγων E.Med. 546
;λόγων τοὺς ἀγῶνας Th.3.67
;εἰ πονηρίας ἀγὼν προτεθείη Pl.Phd. 90b
; ἄπορον αἵρεσιν offer a choice, Id.Tht. 196c (but alsoπροτίθεσθαί τινι αἵρεσιν Id.Lg. 858a
);π. νόμον E. Hipp. 1046
.b set up as a mark or prize,στέφανόν τισι τῶν ἀγώνων Th.2.46
;σκοπὸν κάλλιστον ἐν τῷ ζῆν Plb.7.8.9
:—[voice] Pass.,προὐτέθην ἐγὼ ἆθλον.. δορός E.Hel.42
.4 fix, set, ἐς ἑβδομήκοντα ἔτεα οὖρον τῆς ζόης ἀνθρώπῳ π. Id.1.32:—[voice] Med.; οὖρον π. ἐνιαυτόν ib.74.5 appoint as a task or duty, ;νεωτέρῳ τοῦτο βαστάζειν πρόθες Id.Ant. 216
; δμῳαῖς π. πένθος οἰκεῖον στένειν ib. 1249, cf. Hdt. 9.94:—[voice] Med., propose to oneself as a task or object,ὅπερ προὐθέμεθα σκέψασθαι Pl.Phdr. 259e
, R. 352d, cf. Sph. 221a, Tht. 169c;π. ψέγειν αὐτὸ ἢ ἐπαινεῖν Id.Lg. 638c
, cf. Arist.EN 1142b19 (dub.), Hipparch. 1.1.6, Luc.Nec.19.b [voice] Med., c. [tense] fut. inf., propose to oneself, intend,προτεθειμένου κατοικήσειν ἐνταῦθα Syr.D. 13.256
(Seleucia in Pieria, ii B.C.).6 [voice] Med., also, put forth on one's own part, display, show, ;ἀνδραγαθίαν Th.3.64
;ἔχθραν Id.8.85
.7 [voice] Med., θνητοὺς ἐν οἴκτῳ προθέμενος setting before oneself in pity, feeling compassion for, A.Pr. 241.8 advance money, IPE12.32B30,63 (Olbia, iii B.C.);τὸ διδόμενον ἆθλον ὑπὸ τοῦ δήμου αὐτὸς προέθηκεν ἐκ τοῦ ἰδίου IG12(9).234.18
(Eretria, i B.C.); (Istropolis, ii B.C.).II π. νεκρόν lay out a dead body, let it lie in state, Hdt.5.8:—[voice] Med., E.Alc. 664, Supp.53 (lyr.), Ar.Lys. 611, Th.2.34, Lys.12.18, etc.;ποτήρια χρύσεα προθεῖτο Hdt.3.148
.3 display a public notice,τὸ λεύκωμα πρὸ τοῦ ναοῦ IG9(2).1109.35
(Coropa, ii B.C.);ἐπ' αὐτῆς τῆς οἰκίας π. ἐν λευκώματι UPZ 106.20
(ii B.C.); (Egypt, i A.D.), cf. POxy.2108.8 ([voice] Pass., iii A.D.); notify publicly,τοὺς [προέδρους] προτιθέναι περὶ ὧν δεῖ βουλεύεσθαι IG42(1).68.80
(Epid., iv B.C.); περὶ ὧν.. οἱ ἄρχοντες προτίθεισι Ἀρχ.Δελτ.9 παρ.53 ([place name] Eresus), cf. IG 12(2).526a21 (ibid., iv B.C.), 645b35 (Nesus, iv B.C.); τὰς πράξεις (exactions).. τῶν προτιθεμένων ([voice] Pass.)κατὰ τὰς ἐγγραφάς Arist.Pol. 1321b42
; call a case for trial by means of a public notice, (ii B.C.); οἱ προτεθέντες ἐπ' ἐμὲ καὶ μὴ ὑπακούσαντες ἴστωσαν ὅτι .. PHamb.29.6 (i A.D.); advertise for sale or other purpose, BGU 992 i 7 ([voice] Pass., ii B.C.), PLips.64.44 (iv A.D.), etc.; τοῖς συλλημψομένοις ὑμῖν γέρα προτιθέντα advertising rewards to those of you who apprehend (robbers), POxy.1408.16 (iii A.D.).4 propose, bring forward a thing to be examined and debated, also give an opportunity for debate, voting,ἐς μέσον σφι π. πρῆγμα Hdt.1.206
;π. τὸν λόγον Id.8.59
;γνώμας σφίσιν αὐτοῖς Th. 1.139
; π. λόγον (sc. εἰς ἐκκλησίαν) Aeschin.2.65;λόγον περί τινος X.Mem.4.2.3
; γνώμας π. αὖθις Ἀθηναίοις, of the Prytanes, Th.6.14, cf. 3.36; π. τὴν διαγνώμην αὖθις περὶ Μυτιληναίων ib.42, cf. Isoc.8.15; π. βουλὴν εἴτε.. εἴτε .. D.H.6.15;τὸν ἐπιμήνιον, ἢν μὴ προθῇ, ἑκατὸν στατῆρας ὀφείλειν SIG58.10
(Milet., v B.C.), cf. 141.12 (Corc. Nigra, iv B.C.), 167.13 (Mylasa, iv B.C.), al.; προθεῖναι αὖθις περὶ Μυτιληναίων λέγειν propose a discussion about.., Th.3.38; , etc.; π. αὐτοῖς κρίσιν appoint a trial for them, Lys.27.8;π. αὐτοῖς ἀγορὰν δικῶν Luc.
Bis Acc.4; προέθηκε.. λέγειν τὰ ἑκατέροισι.. κατέργασται has proposed (or initiated) a recital of what each has done, Hdt.9.27: c. dat. pers. et inf., Id.3.38: c. acc. et inf.,π. γνώμην ἀποφαίνεσθαι τὸν βουλόμενον Id.8.49
:—[voice] Med.,ἤν τις προθῆται ψῆφον, ὥστε μὴ εἶναι τὸν νόμον τοῦτον SIG45.33
(Halic., v B.C.):—[voice] Pass., οὐ προὐτέθη σφίσι λόγος speech was not allowed them, X.HG1.7.5; .IV put before or first, προτιθέντι ἀνάγκη.. λέγειν, opp. ἐπιλέγοντι, Arist.Rh. 1394a15, cf. b28;π. τοῦ λόγου προοίμιον Pl. Lg. 723c
; set down first in writing, προθεὶς ἄρχοντα Νικόμαχόν φησιν οὕτως· ἐπὶ τούτου κτλ." Did. in D.1.19, cf. 8.17, al., Gal.19.183:— [voice] Med., put in front,τοὺς γροσφομάχους Plb.1.33.9
; premise,λόγον Id.3.118.11
;τὰς προειρημένας αἰτίας Id.4.25.6
:—[voice] Pass.,τὸ μὴ καὶ τὸ οὒ προτιθέμενα τῶν ἐπιόντων ὀνομάτων Pl.Sph. 257c
: metaph., Th.2.42.3 prefer one to another,τί τινος Hdt.3.53
, E.Med. 963;ἡδονὴν ἀντὶ τοῦ καλοῦ Id.Hipp. 382
:—[voice] Med., .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προτίθημι
-
4 προτιθημι
(fut. προθήσω, стяж. aor. 1 προὔθηκα; aor. pass. προὐτέθην, praes. и impf. pass. в атт. обычно берутся от πρόκειμαι) тж. med.1) ставить перед, класть впереди, подносить(τραπέζας Hom.; δαῖτά τινι Her.)
προθέσθαι τι Plut. — поставить что-л. перед собою;προτιθέναι τοῦ λόγου προοίμιον Plat. — предпосылать речи введение;πέπλον ὀμμάτων προθέσθαι Eur. — закрыть глаза плащом;προθέσθαι τινὰ ἐν οἴκτῳ Aesch. — сжалиться над кем-л.;βραδύπουν ἤλυσιν ἄρθρων π. Eur. — медленно переставлять ноги;προτιθέμενα καὴ ἐπιλεγόμενα Arst. — начало и заключение2) ставить выше, предпочитать(τί τινος Her., Eur. и τι ἀντί τινος Eur.)
πάρος τινός προθέσθαι τι Soph. — предпочесть что-л. чему-л.3) бросать (на съедение), кидать(τινὰ κυσίν Hom.; τινὰ θηρσὴν ἁρπαγέν προθεῖναι Eur.)
ὅ θανάτῳ προτεθείς Eur. — брошенный, т.е. обреченный на смерть4) бросать, покидатьπροθεῖναί τινα ἔρημον Soph. — бросить кого-л. на произвол судьбы;
προθεῖναι τὸ παιδίον Her. — подкинуть ребенка5) заранее устанавливать, определять(τὸν νόμον τινί Eur.)
οὖρον τῆς ζόης ἀνθρώπῳ π. Her. — определять границу человеческой жизни;ἀεὴ πλείων τοῦ προτεθέντος χρόνος Arst. — время, большее любого (наперед) заданного, т.е. бесконечное6) устраивать, учреждать(τοὺς ἀγῶνας λόγων Thuc.)
πένθος μέγα προθέσθαι Her. — учредить большой траур7) назначать(στέφανον τῶν ἀγώνων τινί Thuc.; med. τινα ἱλαστήριον NT.)
προθεῖναί τινι κρίσιν Lys. — назначить кому-л. судебное разбирательство, т.е. вызвать кого-л. в суд;π. θάνατον ζημίαν Thuc. — назначать смертную казнь;προθέσθαι τέν λέσχην Soph. — созвать собрание8) задавать, предлагать(ἄπορον αἵρεσιν Plat.; τὸ προτεθὲν πρόβλημα Arst.)
προτίθεσθαι αἵρεσιν Plat. — ставить перед собой альтернативу;προθεῖναί τινι βαστάζειν τι Soph. — предложить кому-л. взять что-л. на себя;ὅπερ προὐθέμεθα σκέψασθαι Plat. — рассмотрением чего мы задались;προθεῖναί τι τοῖς ὤμοις τινός Soph. — возложить что-л. на чьи-л. плечи, т.е. предписать кому-л. что-л.9) тж. med. выставлять(νεκρόν Her.; med. ὀστᾶ τῶν ἀπογενομένων Thuc.)
π. τι ὤνιον Luc. — выставлять что-л. на продажу;π. αἰτίαν Soph. — выставлять причину;προτίθεσθαί τι Polyb. — ссылаться на что-л. (как на основание)10) med. показывать(ποτήρια χρύσεα Her.)
ἀνδραγαθίαν τινὴ π. Thuc. — рассказывать о чьей-л. храбрости11) представлять, докладывать, излагать(πρῆγμα Her.; λόγον περί τινος Xen.)
π. τέν διαγνώμην περί τινος Thuc. — вносить на обсуждение вопрос о чем-л.;προθεῖναι λέγειν περί τινος Thuc. — представить что-л. на обсуждение;τὰ προτιθέμενα κατὰ τὰς ἐγγραφάς Arst. — зарегистрированные судебные решения12) предоставлять, разрешать(οὐ προὐτέθη σφίσι λόγος Xen.)
προθέσθαι τινὴ ἔχθραν Thuc. — объявить кому-л. о своей вражде13) med. ставить себе целью, намереваться -
5 φιλοστεφανέω
A love crowns, i. e. honour and glory,περὶ τοὺς ἀγῶνας Plb.7.10.2
; φιλοστεφανῶν καὶ φιλοδοξῶν εἰς τοὺς Ἕλληνας laying oneself out for crowns of honour among them, Id.1.16.10, cf. Plu.2.1000b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοστεφανέω
-
6 προς-νέμω
προς-νέμω (s. νέμω), 1) zutheilen, zulegen, widmen; χεῖρας, Aesch. Eum. 303, zw.; τοὺς ἀγῶνας τοῖς ϑεοῖς, Plat. Legg. VIII, 828 c; Folgde; τὴν πατρίδα τοῖς Ἀχαιοῖς, Pol, 2, 43, 5; πρός τι, ib. 6. auch ἑαυτόν τινι, zu Jemandes Partei treten, 9. 36. 7; auch ἑαυτὸν τῷ δικαίῳ, 6, 10, 9, Sp., τῇ ἀπωλείᾳ, dem Verderben weiden, Alciphr. 1, 14; – med.; πρόςνειμαι δέ μοι χάριν βραχεῖαν, Soph. Trach. 1206; προςνείμασϑαι τοῖσι ϑεοῖσιν τῶν ὀρνίϑων ὃς ἂν ἁρμόζῃ καϑ' ἕκαστον, Ar. Av. 563, οἱ δ' ἄλλοι προςνενέμησϑε, ὥς τινας, Dem. 2, 29, wie 13, 20, ihr seid zugerechnet worden, u. öfter; Sp., τοῖς παισί, Luc. pztr. enc. 3. – 2) ποίμνας, Heerden herbeitreiben. Eur. Cycl. 36.
-
7 παρα-δέχομαι
παρα-δέχομαι (s. δέχομαι), annehmen, hinnehmen, bekommen; σῆμα κακὸν παρεδέξατο, Il. 6, 178; σοφώτατα νοήματα, Pind. Ol. 7, 72; u. in Prosa, Xen. Cyr. 7, 3, 1. 8, 6, 17 u. Sp.; von einer erblichen Regierung, Her. 1, 102. – Uebertr., φήμην παραδεδέγμεϑα, Plat. Legg. VI, 713 c; ἀκοήν, Tim. 23 d; – übernehmen, μάχην, den von Andern angefangenen Kampf aufnehmen und fortsetzen, Her. 9, 40; auch c. inf., Etwas zu thun, Dem. 58, 38; – aufnehmen, εἰς τοὺς ἀγῶνας ἔϑος, Aesch. 1, 178; αὐλοποιοὺς παραδέξει εἰς τὴν πόλιν, Plat. Rep. III, 399 d; εἰς οἰκίαν, Dem. 40, 2; Sp.
-
8 πομπή
πομπή, ἡ, Sendung, Geleit, mit dem Nebenbegriffe des Wegzeigens und des Schutzes, ὁ βῆ Λυκίηνδε ϑεῶν ὑπ' ἀμύμονι πομπῇ, Il. 6, 171, vgl. Od. 5, 32; Ζεφύροιο πομπαί, Pind. N. 7, 29; auch Entsendung in die Heimath, Heimsendung, ἔπειτα δὲ καὶ περὶ πομπῆς μνησόμεϑα, Od. 7, 192, vgl. 193. 8, 545. 11, 332, wobei immer an die Beschaffung der zur Reise nöthigen Dinge zu denken, vgl. bes. 15, 150. 176. 180; ὄφρα τάχιστα πομπῆς καὶ νόστοιο τύχῃς παρὰ πατρός, 6, 290; αὐτὰρ ἐμοὶ πομπὴν ὀτρύνετε πατρίδ' ἱκέσϑαι, 7, 151; πομπᾷ Διὸς ξενίου, Aesch. Ag. 728; vgl. πομπαῖσιν Ἀφροδίτας, Εὐρυσϑέως, Eur. Hel. 1131 Herc. Fur. 580; aber πομπὴν τείνειν ist = Weg machen, Aesch. Spt. 595; ὑπ' εὐϑύφρονι πομπᾷ, Geleit, Eum. 987; οὐρίας πομπῆς σπανίζων, Eur. I. A. 352; πομπὴν πέμπειν τινί, Ar. Ach. 236 u. öfter. – Ein feierlicher Aufzug unter großem Geleit, eine Procession, μήλων κνισσάεσσα πομπά, Pind. Ol. 7, 80, vgl. N. 7, 46 P. 5, 85; Her. 2, 45; περί τε τὰς πομπὰς καὶ τοὺς ἀγῶνας, Thuc. 2, 13 u. öfter; πομπὰς ποιεῖσϑαι, Plat. Legg. VII, 796 c; auch übertr., εἰς πομπὴν καὶ ῥημάτων ἀγλαϊσμὸν ἀνύτει, Ax. 369 d. Bei den Römern = Triumphzug. – Das Senden, Schicken, ἐνυπνίου, Plat. Rep. II, 343 a; αὐτός μοι πομπὴν παρασκευάσειν ἔφη, er werde meine Ueberfahrt besorgen. Ep. VII, 345 e. – Aber ϑείη πομπή ist = göttliche Schickung, Fügung, g. Antrieb, Her. 1, 62. 3, 77. 4, 152. 8, 94 u. Sp.
-
9 σκοπέω
σκοπέω, nur im praes. u. imperf. gebr., u. so σκέπτομαι ergänzend, aus der Ferne auf ein bestimmtes Ziel hinsehen, betrachten, beschauen; ἄστρον, Pind. Ol. 1, 5; σκοπεῖτε, Aesch. Suppl. 229; μηκέτ' ἄλλοσε σκόπει, Soph. El. 1466; πλοῠν μὴ 'ξ ἀπόπτου μᾶλλον ἢ 'γγύϑεν σκοπεῖν, 465, u. öfter; μὴ νῠν τὰ πόῤῥω σκόπει, Eur. Rhes. 482; τὰ πράγματ' ἐγγύϑεν σκοπῶν, I. A. 490; Ar. Ran. 1153; u. in Prosa: παντὸς χρήματος τελευτήν, Her. 1, 32, τά τινος, für Einen sorgen, 1, 8, wie τὰ σεαυτοῠ, Plat. Phaedr. 232 d; Thuc. 1, 1. 3, 12 u. öfter; σκοπῶ, ὅπως ἀποφανοῠμαι, Plat. Gorg. 526 d; πρὸς ἐμαυτὸν σκοπῶ, ich überlege bei mir selbst, Euthyphr. 9 c, wie πρὸς ἀλλήλους Rep. I, 348 b, ποῖ σκοπεῖς; Legg. XII, 963 b; καὶ ὁρᾶν, τί δράσομεν, Phil. 22 c; τὴν ἀλήϑειαν, Gorg. 526 d, öfter; Xen. Cyr. 2, 4, 11 u. sonst; φϑόνον σκοπῶν ὅ τι εἴη, Mem. 3, 9, 8; λόγους πρὸς τοὺς ἀγῶνας, Isocr. 4, 11; σκοπῶν καὶ ϑεωρῶν τὸ πρᾶγμα αὐτό, Dem. 38, 11, u. öfter; ἐσκόπει γυναῖκά μοι, er sah sich nach einer Frau für mich um, Is. 2, 17; σκόπει, μή –, sieh zu, daß nicht, nimm dich in Acht, Plat. Gorg. 458 c; σκοπεῖν ὅπως, Xen. Cyr. 2, 2, 26. – Das med. in derselben Bdtg, eigtl. bei sich überlegen, ἔνεστι τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν, Soph. Trach. 295; O. R. 964; σκοποῠμαι ὄμμα πανταχοῠ στρέφων, Eur. I. T. 68, vgl. Hel. 1553 Med. 1166; Ar. Eccl. 207; oft in Prosa: σκοπούμεϑα πρὸς τὸν τῶν πολλῶν λόγον, Plat. Legg. I, 627 d; τί δεῖ ἡμᾶς σκοπεῖσϑαι τὴν τῶν πολλῶν δόξαν, Prot. 353 a; οἱ τὸν ἥλιον ἐκλείποντα ϑεωροῠντες καὶ σκοπούμενοι, Phaed. 99, d, u. öfter; er vrbdt sogar σκοπῶν καὶ σκοπούμενος ὑπ' ἄλλων, prüfen lassend, Legg. I, 645 d; Xen. An. 5, 2, 8 u. sonst, wie Folgde, μὴ πικρῶς, ἀλλ' ἀνϑρωπίνως σκοπεῖσϑαι τὰ πράγματα Pol. 4, 14, 7. – So wie ϑεάομαι u. ϑεωρέω auf das Allgemeine, geht σκοπέω u. σκοπέομαι auf das Besondere, vgl. Her. 1, 30 Plat. Phaed. 99 d.
-
10 καθ-ίημι
καθ-ίημι (s. ἵημι), praes. κατίει Her. 5, 16, herablassen, herunterschicken, hinuntersenden; οἶνον λαυκανίης καϑέηκα, ich schickte den Wein die Kehle hinunter, Il. 24, 641; öfter in tmesi, καϑίετε ἵππους ἐν δίναις, versenkt die Rosse in den Fluthen, als Opfer für den Flußgott, 21, 132; τὸν δ' ἀντίτολμον δέ φαμι τὸν παρβάταν τὰ πολλὰ καϑήσειν Aesch. Eum. 525; σῶμα πύργων καϑιεῖσα, von den Thürmen hinunterstürzend, Eur. Tr. 1011; καϑῆκ' ἐμαυτὸν εἰς ἅλα Hel. 1630; δι' ὀμφαλοῦ καϑῆκεν ἔγχος Phoen. 1422; ξύλον καϑῆκε παιδὸς ἐς κάρα Herc. Fur. 993; εἰς γῆν γόνυ καμάτῳ καϑεῖσαν I. T. 333; τινὰ ἐς ὕπνον, in Schlaf versenken, Herc. Fur. 1005; εἰς ὤμους κόμας, die Haare auf die Schultern herabhangen lassen, Bacch. 694 I. T. 52; Ar. Th. 841; so auch πώγωνα, den Bart wachsen lassen, Eccl. 100, wie D. Hal. πώγωνα βαϑὺν καϑεικὼς καὶ κόμην 6, 26; im med., καϑειμένος βοστρύχους, mit lang herabwallenden Locken, Luc. D. D. 2, 2; vgl. Plut. Phoc. 10; τὸ γένειον αὐτῷ καϑεῖτο, er hatte einen langen Bart, Ael. V. H. 11, 10; τὴν κόμην μέχρι τῶν γλουτῶν καϑεῖτο D. Cass. 62, 2; – ἀγκύρας κατῆκαν, Anker auswerfen, Her. 7, 36; κατιεμένην καταπειρητηρίην, das ausgeworfene Senkblei, 2, 28; καϑῆκε τὰ σκέλη ἀπὸ τῆς κλίνης ἐπὶ τὴν γῆν, ließ sie herunterhangen, Plat. Phaed. 61 c; τὰ δόρατα, zum Angriffe den Speer senken, Xen. An. 6, 3, 25. 27; αἱ μέν τινες τῶν νεῶν καϑεῖσαι τὰς κώπας ἐπέστησαν τοῠ πλοῦ Thuc. 2, 91, entweder die Ruder sinken lassen u. nicht rudern od. die Ruder in's Wasser stecken, um das Schiff aufzuhalten; τείχη καϑεῖναι, Mauern auf eine Strecke hin errichten, 5, 52, wie οὐ καϑεῖτο τὰ τείχη, die Mauern waren nicht über die ganze Strecke hin aufgeführt, 4, 103. – Zum Wettkampfe stellen, aussenden, ἅρματα ἑπτὰ καϑῆκα Thuc. 6, 16, ζεύγη Isocr. 16, 34; auch sc. ἑαυτόν, οἱ καϑιέντες ἐς τοὺς ἀγῶνας Luc. Al. 6, εἰς ἀγῶνα καϑείκασιν Plut. Symp. 1, 2, 3, womit D. Hal. 5, 27 εἰς κίνδυνον ἑαυτὸν καϑιέναι zu vgl. u. ὅτε Σοφοκλῆς τὴν Ναυσικάαν καϑῆκε Ath. I, 20 f; Schol. Ar. Nubb. 552; τὴν πρώτην διδασκαλίαν Plut. Cim. 8. – Med. sich gegen Einen in Bewegung setzen, anrücken, ἡ στρατηλασίη κατίετο ἐς πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα Her. 7, 138; vgl. ἔξειμι γάρ σοι λαμπρὸς ἤδη καὶ μέγας καϑιείς, gewaltig auf dich stürzend, Ar. Equ. 428, κατὰ τὴν ἀγορὰν καϑίεσαν λογοποιούς Dem. 24, 15, u., wo keine feindliche Nebenbedeutung ist, εἰς τὸ πεδίον οὐ καϑίει τὴν δύναμιν Pol. 3, 92, 7; καϑιέναι ἐνέδρας ἐπὶ τόπους εὐκαίρους, einen Hinterhalt in geeignete Oerter legen, 4, 63, 9; ἐπί τινα σκῶμμα, einen Witz loslassen gegen Einen, Luc. de merc. cond. 34. Anders γνώμας, die Stimmen abgeben, Ar. Eccl. 397, πρόφασιν Vesp. 174, Ausflüchte machen, πεῖραν, einen Versuch machen, Ael. V. H. 2, 12. – Die Stimme sinken lassen, τὸ καϑειμένον τῆς φωνῆς Hdn. 5, 2, 7. – Intrans., so daß man ἑαυτόν ergänzen kann, Plat. δυνατὸν δ' ἐστὶν ἑκατέρωσε μέχρι τοῦ μέσου καϑιέναι Phaed. 112 e; ἐς γόνυ, sich niederlassen, Plut. Ant. 45; ἐς Ῥόδον, dahin gelangen, Po lyaen. 5, 17, 2. S. auch die obigen Beisp. – Med. sich in Bewegung setzen, ἡ στρατηλασίη κατίετο ἐς τὴν Ἑλλάδα Her. 7, 138.
-
11 ἀντ-αρκέω
-
12 ανταρκεω
1) быть достаточным, хватать(ἕως ἀντήρκει ἥ οὐσία Aeschin.)
2) быть достаточно сильным, успешно сопротивляться, выдерживать(τοῖς διαβάλλουσιν ἡμᾶς Plat.; τοῖς παροῦσιν Thuc.; πρὸς τοὺς ἀγῶνας Plut.)
τοιαύτην νόσον θεραπεύων ἀ. ἠδυνάμην Isocr. — я смог добиться исцеления такой болезни -
13 εξαρτυω
преимущ. med.1) устраивать, готовить(πόλεμος ἐξαρτύεται Eur.; med.: γάμον γαμεῖν Aesch.; φόνον τινός Eur.; τὸ σῶμα πρὸς τοὺς ἀγῶνας Plut.)
ἐ. τἄνδον Eur. — приводить в порядок домашние дела;πάντα ἐξήρτυτο ἐς τέν κάτοδον Her. — все было готово к возвращению;ὄργανον ἐξαρτύεσθαι Plut. — настраивать музыкальный инструмент2) снабжатьἐξηρτυμένος νεηνίῃσι Her. — в сопровождении юношей;ὅ στόλος καὴ ναυσὴ καὴ πεζῷ ἐξαρτυθείς Thuc. — военная экспедиция, состоящая из флота и пехоты;ναυτικὰ ἐξηρτύετο ἥ Ἑλλάς Thuc. — Греция обзавелась флотом;τόξοισιν ἐξηρτυμένοι Aesch. — вооруженные луками и стрелами3) снаряжать(νεῶν ἐπίπλουν Thuc.; med. ναυτικὸν στόλον Plut.)
-
14 καθιημι
ион. κᾰτίημι (fut. καθήσω, aor. καθῆκα - эп. καθέηκα, pf. καθεῖκα, inf. aor. καθεῖναι, part. καθείς; med.: praes. καθίεμαι, fut. καθήσομαι, aor. καθείμην, pf. καθεῖμαι)1) посылать (вниз), сбрасывать, свергать(κεραυνὸν χαμᾶζε, ὑψόθεν ἐέρσας Hom.; ὅπλα εἰς ἅλα Eur.)
2) опускать, бросать, забрасывать(ἄγκυραν Her.; δίκτυα Arst.; ὀθόνην ἐπὴ τῆς γῆς NT.)
σκῶμμα ἐπί τινα κ. Luc. — отпустить шутку на чей-л. счет;κ. τὰ σκέλη ἀπὸ τῆς κλίνης ἐπὴ τέν γῆν Plat. — спустить ноги с кровати на землю;κ. τὰς κώπας Thuc. — бросить весла, перестать грести;κ. δόρατα (тж. εἰς προσβολήν) Xen. — опустить копья для атаки, т.е. взять на изготовку;κ. γνώμας Arph. — опускать (в урну, т.е. подавать) голоса3) погружать(κοντόν ἐς τέν λίμνην Her.; τινὰ εἰς ὕπνον Eur.)
κ. ἑαυτόν — погружаться, опускаться, бросаться (εἰς ἅλα Eur.; εἰς τὸ βαθύ Arst.)4) лить, выливатьσπονδὰς κ. Eur. — совершать возлияния;
οἶνον λαυκανίης κ. Hom. — проглотить вино5) med. пускаться, направляться, идти войной(ἐς πᾶσαν τέν Ἑλλάδα Her.)
6) распускать(κόμας εἰς ὤμους Eur.)
7) отпускать, отращивать(πώγωνα Arph., med. Plut.)
καθειμένος βοστρύχους Luc. — с ниспадающими кудрями8) (sc. ἑαυτόν) спускаться(μέχρι τοῦ μέσου Plat.)
9) опускаться(ἐς γόνυ Plut.)
10) продолжать, протягивать, проводить, доводитьοὐ καθεῖτο τὰ τείχη ὥσπερ νῦν Thuc. — стены не были доведены до того места, где они теперь;
ὄρη πρὸς τέν θάλατταν καθειμένα Plat. — горы, простирающиеся до моря11) (вы)пускать на арену, посылать на состязание(ἅρματα ἑπτά Thuc.; ζεύγη Isocr.)
12) представлять на конкурс, ставить на сцену(τέν πρώτην διδασκαλίαν Plut.)
13) выставлять, выдвигать(πρόφασιν Arph.)
14) (sc. ἑαυτόν) принимать участие, вступать(εἰς ἀγῶνα Plut.; ἐς τοὺς ἀγῶνας Luc.)
-
15 προσνεμω
(fut. προσνεμῶ, aor. προσένειμα) тж. med.1) присоединять, причислять, относить(τὰς νήσους ταῖς γείτοσι μοίραις Arst.; τῶν Μεγαρέων πόλιν τοῖς Ἀχαιοῖς Polyb.)
ἑαυτόν τινι π. Dem. — присоединяться к кому-л., переходить на чью-л. сторону;προσνέμεσθαί τινι χάριν βραχεῖαν Soph. — оказывать кому-л. еще (одну) небольшую услугу2) отдавать, посвящать(τοὺς ἀγῶνας τοῖς θεοῖς Plat.)
π. ἑαυτὸν ταῖς τοῦ δήμου προαιρέσεσιν Dem. — посвящать себя (служению) народному делу3) пригонять на пастбище(ποίμνας Eur.)
-
16 φρυασσω
атт. φρυάττω1) роптать, волноваться, быть в смятении2) med. фыркать, храпеть(πῶλοι φρυασσόμενοι Anth.; φρυαττόμενοι πρὸς τοὺς ἀγῶνας ἵπποι Plut.)
3) med. быть надменным, кичиться(ἐπί τινι Diod. и ἔν τινι Anth.)
-
17 ἀκμά
ἀκμά (ἀκμᾷ, ἀκμάν; ᾰκμαί)a lit., keen edgeλεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους ᾰκμὰν καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων N. 4.63
b edge, point of a weaponτραχεῖαν ἄνευθε λιπὼν ἐγχέων ἀκμάν P. 1.11
Εὐρυσθῆος ἐπεὶ κεφαλὰν ἔπραθε φασγάνου ἀκμᾷ P. 9.81
φαεννᾶς υἱὸν εὖτ' ἐνάριξεν Ἀόος ἀκμᾷ ἔγχεος ζακότοιο (Boeckh e Σ: αἰχμᾷ codd.) N. 6.52 τὸν γὰρ Ἴδας ἔτρωσεν χαλκέας λόγχας ᾰκμᾷ (Pauw: αἰχμᾷ codd.) N. 10.60c met., prime, height, strengthὕδατος ὅτι τε πυρὶ ζέοισαν εἰς ᾰκμὰν μαχαίρᾳ τάμον O. 1.48
ἵνα ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται ᾰκμαί τ' ἰσχύος θρασύπονοι O. 1.96
οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ᾰκμᾷ O. 2.63
cf. ] χειρὸς ἀκμᾷ[ fr. 334b. 9.ὥτε φοινικανθέμου ἧρος ᾰκμᾷ P. 4.64
οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν as regards the keen edge of his temper N. 3.39 οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν· ἀλλ' ὄνοτος μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ᾰκμᾷ βαρύς (Pauw: αἰχμᾷ codd. κατὰ τοὺς ἀγῶνας. Σ. sens. dub., “at the height of his strength, at the height of the contest”?) I. 4.51 “ υἱὸν χεῖρας Ἄρεί τἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ' ἀκμὰν ποδῶν” I. 8.37 -
18 εἰσκηρύσσω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσκηρύσσω
-
19 κατακερματίζω
A chop up, cut into pieces, freq. metaph., κ. αὐτὴν (sc. ἀρετὴν)κατὰ μόρια Pl.Men. 79c
;τὴν μίαν τέχνην εἰς πολλάς Gal.Thras.24
; κ. τὴν τέχνην εἰς μικρά fritter it away, Demetr.Eloc. 76;τὴν μουσικήν Plu.2.1142b
;τοὺς ἀγῶνας Str.4.4.2
;τὸν λόγον Gal.1.246
:—[voice] Pass., to be cut up,φαίνεται εἰς σμικρότερα κατακεκερματίσθαι ἡ τοῦ ἀνθρώπου φύσις Pl.R. 395b
;κατακεκερμάτισται.. ὡς οἷόν τε σμικρότατα Id.Prm. 144b
; κατακεκ. ἐρωτήσεσι πρὸς ἀποκρίσεις cut up into questions and answers, Id.Sph. 225b, cf. 257c, 258e, Plot.3.9.2;διήγησις εἰς μικρὰς κ. τομάς D.H.Th.9
;σύνθεσις κατακεκομμένη καὶ -ισμένη Demetr.Eloc.4
;ἄντικρυς μικρὰ καὶ -ισμένα Longin.42
; τοῦ πυρετοῦ.. κατακερματιζομένου gradually becoming slighter, Hp. Acut.(Sp.) 13: seldom in lit. sense, Porph.Marc.10 ([voice] Pass.); also, change into smaller coin, POxy.1411.12 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακερματίζω
-
20 κατάστασις
I trans., settlement, establishment, institution,χορῶν A.Ag.23
, cf. Ar. Th. 958;πραγμάτων ἀρχὴ καὶ κ. πρώτη D.18.188
; αὕτη ἡ κ. τῆς δημοκρατίας mode of establishing democracy, Pl.R. 557a; ἐπιτροπῆς κ. constitution of a wardship, Arist.Ath.56.6: also c. gen. agentis, δαιμόνων κ. their ordinance, decree, E.Ph. 1266.2 appointment of magistrates, ἀρχόντων, δικαστῶν, etc., Pl.R. 414a, 425d;τῶν τετρακοσίων Arist.Ath.41.2
, etc.;αἱ περὶ τὰς ἀρχὰς κ. Pl. Lg. 768d
.b at Athens, payment on enrolment in the cavalry, Eup. 268, Pl.Com.165, Lys.16.6 (pl.).3 bringing of ambassadors before the senate or assembly, introduction, presentation, Hdt.3.46, 8.141, 9.9.4 κ. ἐγγυητῶν bringing one's bail forward, D.24.83,84; ἐμφανῶν production of goods, etc., in dispute, Id.53.14, Arist.Ath.56.6, Is.6.31.5 pleading of a case,τὰ πρὸς τὴν κ. δικαιώματα PPetr.3p.55
(iii B.C.), cf. PAmh.2.33.7 (ii B.C.), etc.; opp. ἀφήγησις, Aps.p.251 H.; opp. διήγησις, Corn.Rh.p.371 H., cf. Syrian.in Hermog.2.64R.;αἱ κ. τῶν δημηγοριῶν Arist.Rh.Al. 1438a2
; f.l. for προκατάστασις, Hermog.Inv.2 tit.6 settling, quieting, calming,εἰς ἠρεμίαν καὶ κ. ἐλθεῖν Arist.Ph. 247b27
; ἔστω πράϋνσις κ. καὶ ἠρέμισις (- ησις codd.) ;πρᾳότης κ. κινήσεως τῆς ὑπ' ὀργῆς Pl.Def. 412d
;κατάστασιν ὥσπερ ἐκ μανίας ὁ πότος ἐλάμβανεν Plu.2.704e
; opp. μανία, S.E.M.7.404: hence, of disease, opp. παροξυσμός, Hp.Aph.1.12 (pl.), Epid.1.25 (pl.).7 restoration, opp. διαφθορά, Pl.Phlb. 46c; εἰς δέ γε τὴν αὑτῶν φύσιν ὅταν καθιστῆται, ταύτην αὖ τὴν κ. ἡδονὴν ἀπεδεξάμεθα ib. 42d; [ἡ ἡδονὴ] κ. εἰς τὴν ὑπάρχουσαν φύσιν Arist.Rh. 1369b34
.8 rarely, setting of fractures, Hp.Fract.31, cf. Gal.18(2).590.II intr., standing firm, settled condition, fixedness,κ. γένοιτ' ἂν οὐδενὸς νόμου S.Aj. 1247
.2 state, condition, οὕτω δὴ ἀνθρώπου κ. so is the condition of man, Hdt.2.173;ἐν ἀνθρώπου φύσι καὶ καταστάσι Id.8.83
;ἡ αὐτὴ κ. ἐστι τῇ πρὸ τῆς γενέσεως ἡ μετὰ τὴν τελευτήν Epicur.Fr. 495
; of climatic and seasonal conditions, Hp.Epid.1.3,20;αἱ κ. τοῦ ἐνιαυτοῦ Id.Aph.3.15
;ἀέρος Thphr.HP8.8.7
;λοιμικὴ κ. Plb.1.19.1
, Dsc. 4.115 (pl.); νηνεμία καὶ κ. settled weather, Plu.2.281b;θαυμαστή τις εὐδίας κ. Luc.Halc.4
;κ. τοῦ χρώματος καὶ σώματος Hp.Prorrh.2.4
; κ. ὀμμάτων, προσώπου, E.Med. 1197, Plu.2.260c;κ. κακῶν E.Hipp. 1296
; νυκτὸς ἐν κ. in the stillness of night, Id.Rh. 111; ἐν τοιαύτῃ κ. τῆς ἡλικίας at such a mature age, Hyp.Fr. 205;τὰς ψυχὰς ἐπὶ τὴν ἀρχαίαν κ. ἄγειν Pl.R. 547b
;οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει κ. Arist.HA 601b7
; equiv. to διάθεσις, Id.Rh. 1370a2; state of affairs, Isoc.4.115, D.18.62, Plb.2.71.2; also τὴν προσήκουσαν ἔχειν κ. the proper attitude, Carneisc. Herc.1027.10.3 settled order or method, system,ἀπὸ φύσιος καὶ κ. ἀρχαίης Democr.278
; esp. of political constitutions,ἐχρᾶτο καταστάσι πρηγμάτων τοιῇδε Hdt.2.173
;Κορινθίοισι ἦν πόλιος κ. τοιήδε Id.5.92
.β; ἡ κ. τῆς πόλεως Pl.R. 426c
;κ. πολιτείας Id.Lg. 832d
, Arist.Ath.42.1; λέγεις δὲ.. τὴν ποίαν κ. ὀλιγαρχίαν; Pl.R. 550c;ἡ παροῦσα κ. Isoc.3.55
, cf. 26, Arist.Pol. 1292a35;τῆς περὶ τοὺς ἀγῶνας κ. CIG2741
([place name] Aphrodisias);ἡ πρώτη κ. τῶν περὶ τὴν μουσικὴν ἐν τῇ Σπάρτῃ Plu.2.1134b
.5 Gramm., construction,ἡ δέουσα κ. A.D. Synt.132.3
(but τῆς κ. οὕτως ἐχούσης the state of the case being as follows, Id.Adv.157.1).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάστασις
См. также в других словарях:
αγώνας — Οι αρχαίοι ονόμαζαν στην αρχή α. τον τόπο συνάθροισης των πολιτών· αργότερα η λέξη κατέληξε να σημαίνει τον αθλητικό διαγωνισμό που γινόταν σε αυτό τον τόπο μπροστά στον λαό. Υπήρχαν α. διαφόρων ειδών και σε μερικές πόλεις τελούνταν ακόμα και… … Dictionary of Greek
подвигъ — ПОДВИГ|Ъ (289), А с. 1.Душевное движение, побуждение: и на дѣла тъкмо сихъ ни словеса нъ и подвигы и помыслы. и ˫аже вънѹтрь д҃ши. подобаѥть пытати. (κινήσεις) ЖФСт к. XII, 59. 2. Борьба; состязание, соревнование: се же в костѧнтинѣ градѣ. в… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
καραϊσκάκης — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Μαυρομάτι Καρδίτσας 1782 – Φάληρο 1827). Από άγνωστο πατέρα και μητέρα καλόγρια, κατατάχθηκε μικρός στα σώματα αρματολών των Αγράφων, όπου ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Στη … Dictionary of Greek
προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω … Dictionary of Greek
μυθολογώ — (ΑΜ μυθολογῶ έω) [μυθολόγος] διηγούμαι μυθώδεις ιστορίες, μύθους νεοελλ. ασχολούμαι επιστημονικά με τη μυθολογία, είμαι μυθολόγος (μσν. αρχ.) μιλώ πολύ και άσκοπα, απεραντολογώ, φλυαρώ («καὶ μυθολογεῑν περὶ τῆς ἀποδημίας τῆς ἐκεῑ», Πλάτ.). αρχ. 1 … Dictionary of Greek
CANTILENA Rollandi — apud Wilhelmum Malmesbur. de gestis Regum Anglor. l. 3. Albericum Matthaeum Paris. Matthaeum Westmonaster. Alios, A. C. 1066. de Wilhelmo Notho, ad proelium contra Hataldum sese apparante: Tunc Cantilena Rollandi inchoata, ut Martium viri… … Hofmann J. Lexicon universale
χορεύω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. χορεύγω Ν [χορός] 1. κινώ ρυθμικά τα πόδια και, γενικά, το σώμα με την συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού (α. «ήπιε και χόρεψε μέχρι το πρωί» β. «καὶ ᾖδον καὶ ἐχόρευον ὁπότε οἱ πολέμιοι αὐτοὺς ὄψεσθαι ἔμελλον», Ξεν.) 2. αναπηδώ,… … Dictionary of Greek
брань — БРАН|Ь (478), И с. 1.Бой, битва, война: Не съвѣштаваи съ страшивъмъ о брани... ||...и съ рабъмь лѣнивъмь о мънозѣ дѣланьи. (περὶ πολέμου) Изб 1076, 152 152 об.; воиникъ. страстьнѣ падъ на ||=брани. (ἐν τῷ πολέμῳ) ЖФСт XII, 93 об. 94; на браньхъ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
γαυριώ — γαυριῶ ( άω) (AM) [γαύρος] 1. υπερηφανεύομαι, καμαρώνω (α. «ὥσπερ ἵπποις γαυριῶσι καὶ φρυαττομένοις πρὸς τοὺς ἀγῶνας» άλογα που καμαρώνουν και φρουμάζουν για να πάρουν μέρος στους αγώνες, Πλούτ. β. «ἐγαυριῶντο ἐπὶ ξίφεσιν», ΠΔ 2. είμαι γεμάτος,… … Dictionary of Greek
εναποδύομαι — ἐναποδύομαι (AM) 1. αποδύομαι, εκδύομαι, γδύνομαι σε κάποιον τόπο («ταῑς παλαίστραις ἐναποδύεσθαι», Ιμέρ.) 2. μτφ. ετοιμάζομαι για αγώνα, για δύσκολο έργο («ἐναπεδύσω ἀνδρικῶς πρὸς τοὺς ἀγῶνας», Μηναία) … Dictionary of Greek
παρακλήτωρ — ορος, ὁ, θηλ. παρακλήτρια, ΜΑ μσν. παράκλητος· αρχ. 1. αυτός που διεγείρει, που ενθαρρύνει κάποιον με τα λόγια του 2. αυτός που ικετεύει, που παρακαλεί 3. παρήγορος 4. (για τον Δία) ο ικέσιος 5. στον πληθ. οι παρακλήτορες α) (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek