Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τοὺς ἀγῶνας

См. также в других словарях:

  • αγώνας — Οι αρχαίοι ονόμαζαν στην αρχή α. τον τόπο συνάθροισης των πολιτών· αργότερα η λέξη κατέληξε να σημαίνει τον αθλητικό διαγωνισμό που γινόταν σε αυτό τον τόπο μπροστά στον λαό. Υπήρχαν α. διαφόρων ειδών και σε μερικές πόλεις τελούνταν ακόμα και… …   Dictionary of Greek

  • подвигъ — ПОДВИГ|Ъ (289), А с. 1.Душевное движение, побуждение: и на дѣла тъкмо сихъ ни словеса нъ и подвигы и помыслы. и ˫аже вънѹтрь д҃ши. подобаѥть пытати. (κινήσεις) ЖФСт к. XII, 59. 2. Борьба; состязание, соревнование: се же в костѧнтинѣ градѣ. в… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • καραϊσκάκης — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Μαυρομάτι Καρδίτσας 1782 – Φάληρο 1827). Από άγνωστο πατέρα και μητέρα καλόγρια, κατατάχθηκε μικρός στα σώματα αρματολών των Αγράφων, όπου ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Στη …   Dictionary of Greek

  • προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω …   Dictionary of Greek

  • μυθολογώ — (ΑΜ μυθολογῶ έω) [μυθολόγος] διηγούμαι μυθώδεις ιστορίες, μύθους νεοελλ. ασχολούμαι επιστημονικά με τη μυθολογία, είμαι μυθολόγος (μσν. αρχ.) μιλώ πολύ και άσκοπα, απεραντολογώ, φλυαρώ («καὶ μυθολογεῑν περὶ τῆς ἀποδημίας τῆς ἐκεῑ», Πλάτ.). αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • CANTILENA Rollandi — apud Wilhelmum Malmesbur. de gestis Regum Anglor. l. 3. Albericum Matthaeum Paris. Matthaeum Westmonaster. Alios, A. C. 1066. de Wilhelmo Notho, ad proelium contra Hataldum sese apparante: Tunc Cantilena Rollandi inchoata, ut Martium viri… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • χορεύω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. χορεύγω Ν [χορός] 1. κινώ ρυθμικά τα πόδια και, γενικά, το σώμα με την συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού (α. «ήπιε και χόρεψε μέχρι το πρωί» β. «καὶ ᾖδον καὶ ἐχόρευον ὁπότε οἱ πολέμιοι αὐτοὺς ὄψεσθαι ἔμελλον», Ξεν.) 2. αναπηδώ,… …   Dictionary of Greek

  • брань — БРАН|Ь (478), И с. 1.Бой, битва, война: Не съвѣштаваи съ страшивъмъ о брани... ||...и съ рабъмь лѣнивъмь о мънозѣ дѣланьи. (περὶ πολέμου) Изб 1076, 152 152 об.; воиникъ. страстьнѣ падъ на ||=брани. (ἐν τῷ πολέμῳ) ЖФСт XII, 93 об. 94; на браньхъ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • γαυριώ — γαυριῶ ( άω) (AM) [γαύρος] 1. υπερηφανεύομαι, καμαρώνω (α. «ὥσπερ ἵπποις γαυριῶσι καὶ φρυαττομένοις πρὸς τοὺς ἀγῶνας» άλογα που καμαρώνουν και φρουμάζουν για να πάρουν μέρος στους αγώνες, Πλούτ. β. «ἐγαυριῶντο ἐπὶ ξίφεσιν», ΠΔ 2. είμαι γεμάτος,… …   Dictionary of Greek

  • εναποδύομαι — ἐναποδύομαι (AM) 1. αποδύομαι, εκδύομαι, γδύνομαι σε κάποιον τόπο («ταῑς παλαίστραις ἐναποδύεσθαι», Ιμέρ.) 2. μτφ. ετοιμάζομαι για αγώνα, για δύσκολο έργο («ἐναπεδύσω ἀνδρικῶς πρὸς τοὺς ἀγῶνας», Μηναία) …   Dictionary of Greek

  • παρακλήτωρ — ορος, ὁ, θηλ. παρακλήτρια, ΜΑ μσν. παράκλητος· αρχ. 1. αυτός που διεγείρει, που ενθαρρύνει κάποιον με τα λόγια του 2. αυτός που ικετεύει, που παρακαλεί 3. παρήγορος 4. (για τον Δία) ο ικέσιος 5. στον πληθ. οι παρακλήτορες α) (κατά τον Ησύχ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»